- Πασιφάα
- Πᾱςῐφᾰα wife of Minos. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (the Σ mentions 6 sons) Πα. . 3. ]πασιφ[ (at alia possis) ?fr. 344. 8. test., Theophrast. ap. Porphyr., de abstinentia, 3. 16, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε (Nauck: ὁπότε codd.) ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις (ἀλόγοις coni. Wesseling) ζῴοις. sequuntur haec, ἐρασθἐντα δὲ Πασιφάης (φασὶ coni. Bergk) Δία γενέσθαι λτ;νῦν Abresch> μὲν ταῦρον, νῦν δὲ ἀετὸν καὶ κύκνον fr. 91, cf. Griffiths, Hermes, 1960, 374.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.